- επιχρώννυμι
- ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α)καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα»)2. παθ. ἐπιχρώννυμαιέχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως μὲν μὴ φιλόσοφοι, δόξαις δ’ ἐπικεχρωσμένοι» — αυτοί όμως πραγματικά δεν είναι φιλόσοφοι αλλά απλώς πασαλειμμένοι με τη φήμη τού φιλοσόφου, Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρώννυμι «χρωματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.